- σεζόν
- η, Νβλ. σαιζόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεζόν — η (λ. γαλλ.), άκλ., εποχή: Θερινή σεζόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
TVGOLO — URL: www.tvgolo.com Коммерческий: да Тип сайта … Википедия
σαιζόν — και σεζόν, η, Ν εποχή τού έτους, ιδίως αυτή κατά την οποία συμβαίνει κάτι χαρακτηριστικό (α. «θερινή σαιζόν» β. «τουριστική σαιζόν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saison (< λατ. satio, onis «σπορά»)] … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… … Dictionary of Greek
σαιζόν — η βλ. σεζόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)